- ἔγλυψε
- γλύφωcarveaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλύφω — έγλυψα, γλύφτηκα, γλυμμένος, λαξεύω, σμιλεύω: Έγλυψε το μάρμαρο σχηματίζοντας μια ανθρώπινη μορφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)